Αντιμετώπιση ναυτίας

Αντιμετώπιση ναυτίας και εμετού

Η ναυτία (τάση προς εμετό) και ο εμετός είναι συμπτώματα πολύ συνηθισμένα για τους ασθενείς με καρκίνο.
Συνηθέστερα η ναυτία και ο εμετός είναι αποτέλεσμα λήψης φαρμάκων για την αντιμετώπιση του καρκίνου (χημειοθεραπεία, στοχευτικοί παράγοντες ή ακόμα και ανοσοθεραπεία) και πιο σπάνια απότοκο της ίδιας της νόσου (του καρκίνου).
Συνήθως όταν η ναυτία ή ο εμετός είναι απότοκος της ίδιας της νόσου αυτό μπορεί να οφείλεται σε αποφρακτικό ή παραλυτικό ειλεό του εντέρου λόγω της νόσου. Αυτή η κατάσταση μπορεί να προκύψει είτε σε καρκίνους του γαστρεντερικού ή από μεταστάσεις σε όργανα της κοιλιάς ή στο κοιλιακό τοίχωμα.
Όσον αφορά την πρόκληση εμετού ή ναυτίας από τη λήψη φαρμάκων σχεδόν όλες οι κατηγορίες φαρμάκων που χορηγούνται για την αντιμετώπιση του καρκίνου μπορούν να είναι δυνητικά εμετογόνα. Δεν έχουν όλα την ίδια ισχύ πρόκλησης τέτοιων συμπτωμάτων. Για αυτό και άλλα χαρακτηρίζονται ως ισχυρά εμετογόνα, άλλα ως μετρίως εμετογόνα και άλλα ως ηπίως εμετογόνα.
Αρκετά από τα χημειοθεραπευτικά που χρησιμοποιούνται στην αντιμετώπιση του καρκίνου είναι ισχυρά εμετογόνα, ωστόσο τα περισσότερα είναι μετρίως ή ηπίως εμετογόνα. Η συντριπτική πλειοψηφία των στοχευτικών παραγόντων και των ανοσοθεραπευτικών φαρμάκων έχουν ήπια ή μέτρια εμετογόνο δράση.
Στη σημερινή ογκολογική πρακτική πριν τη λήψη φαρμάκων με μέτρια και με ισχυρή εμετογόνο δράση χορηγείται προληπτική αντιεμετική αγωγή με συγκεκριμένα φάρμακα (ΝΚ ανταγωνιστές, σεροτονινεργικοί ανταγωνιστές και κορτιζόνη). Επίσης τα παραπάνω φάρμακα μπορούν να χρησιμοποιηθούν και για την αντιμετώπιση των συμπτωμάτων της ναυτίας και του εμετού όταν αυτά προκληθούν και όχι μόνο ως προληπτική χορήγηση.
Οι κύριες κατηγορίες αντιεμετικών φαρμάκων είναι οι ΝΚ-ανταγωνιστές, ντοπαμινεργικοί ανταγωνιστές, σεροτονινεργικοί ανταγωνιστές, αντιισταμινικά και κορτικοστεροειδή.