Καρκίνος Λεπτού Εντέρου

Καρκίνος Λεπτού Εντέρου

Γενικά

Η διάγνωση των όγκων του λεπτού εντέρου είναι συχνά δύσκολη λόγω της σπανιότητας αυτών των βλαβών και της μη ειδικής και μεταβλητής φύσης των παρουσιαζόμενων σημείων και συμπτωμάτων. Έτσι, η καθυστέρηση στη διάγνωση είναι συχνή, η οποία μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα την ανακάλυψη της νόσου σε μεταγενέστερο στάδιο και την κακή έκβαση της θεραπείας.
Στο λεπτό έντερο μπορεί να εμφανιστούν αρκετοί όγκοι, τόσο κακοήθεις (αδενοκαρκινώματα, νευροενδοκρινείς όγκοι, λεμφώματα και σαρκώματα) όσο και καλοήθεις (αδενώματα, λειομυώματα, λιπώματα).
Η μέση ηλικία κατά τη διάγνωση νεοπλάσματος του λεπτού εντέρου είναι τα 65 έτη, με το σάρκωμα και το λέμφωμα να εμφανίζονται σε ελαφρώς μικρότερη ηλικία (60 έως 62) από το αδενοκαρκίνωμα και τα νευροενδοκρινή νεοπλάσματα (67 έως 68). Είναι λίγο συχνότερα στους άνδρες σε σχέση με τις γυναίκες.

 

Προδιαθεσικοί – αιτιολογικοί παράγοντες

Τα περισσότερα αδενοκαρκινώματα του λεπτού εντέρου ξεκινούν ως αδενώματα του λεπτού εντέρου (δηλαδή καλοήθεις όγκους), οι οποίοι εξαλάσονται σε κακοήθειες.
Επίσης καρκίνοι του λεπτού εντέρου έχουν σχετιστεί με οικογενή κληρονομικά καρκινικά σύνδρομα.
Επιπλέον συγκεκριμένες τροφές όπως τα αλλαντικά, τα καπνιστά τρόφιμα, η επεξεργασμένη ζάχαρη, το αλκοόλ και το κόκκινο κρέας έχουν σχετιστεί με αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης κακοηθειών στο λεπτό έντερο.
Τέλος η παχυσαρκία, το κάπνισμα και οι ιδιοπαθείς χρόνιες φλεγμονώδεις νόσους του εντέρου όπως η ελώδης κολίτιδα και η νόσος Crohn σχετίζονται επίσης με αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου του λεπτού εντέρου.

 

Συμπτώματα και διάγνωση

Τα πιο συχνά εμφανιζόμενα συμπτώματα σε ασθενείς με καρκίνο του λεπτού εντέρου είναι ο κοιλιακός πόνος, η ναυτία και ο εμετός, η απώλεια βάρους, η αναιμία και η αιμορραγία από το ανώτερο πεπτικό.
Η πλειονότητα των περιπτώσεων καρκίνου του λεπτού εντέρου διαγιγνώσκονται είτε σε τοπικά προχωρημένη νόσο ή μεταστατική νόσο.
Η διάγνωση της νόσου όταν είναι τοπικά περιορισμένη απαιτεί ενδοσκοπικές μεθόδους όπως γαστροσκόπηση, ενδοσκοπικό υπέρηχο και τεχνική ενδοσκοπικής κάψουλας. Πέραν των τοπικών ενδοσκοπικών μεθόδων απαιτείται και απεικόνιση με αξονικές ή με μαγνητική τομογραφία άνω και κάτω κοιλίας ή και MRCP(μαγνητική εντεροπαγκρεατογραφία). Σε περίπτωση λεμφώματος, σαρκώματος, αδενοκαρκινώματος ή και νευροενδοκρινών όγκων μπορεί να είναι απαραίτητη και η διενέργεια PET-CT.

 

Θεραπευτική Αντιμετώπιση

Η θεραπευτική αντιμετώπιση της τοπικής νόσου ή της τοπικά προχωρημένης νόσου περιλαμβάνει αρχικά τη χειρουργική αφαίρεση του όγκου αν αυτό είναι τεχνικά δυνατό.

Λόγω της σπανιότητας της νόσου δεν έχουν υπάρξει μεγάλες μελέτες που να υποστηρίζουν τη χρήση της επικουρικής θεραπείας μετά από ένα επιτυχημένο χειρουργείο. Ωστόσο νέα δεδομένα από μικρότερες μελέτες και αντιμετωπίζοντας τα αδενοκαρκινώματα του λεπτού εντέρου με μία παρόμοια λογική όπως τα αδενοκαρκινώματα του παχέος εντέρου υποστηρίζεται στους ασθενείς που είναι δυνατόν η χορήγηση επικουρικής χημειοθεραπείας ανάλογης με αυτή που χορηγείται στους ασθενείς με καρκίνο παχέος εντέρου. Σε ασθενείς με τοπικά προχωρημένη νόσο (θετικοί τοπικοί λεμφαδένες) ίσως είναι απαραίτητη και η χορήγηση επικουρικά της χημειοθεραπείας και ακτινοθεραπείας.

Σε ασθενείς με μεταστατική νόσο συνίσταται η χορήγηση συστηματικής θεραπείας (χημειοθεραπείας). Η χρήση της ανοσοθεραπείας στα αδενοκαρκινώματα του λεπτού εντέρου είναι περιορισμένη και μπορεί να χορηγηθεί ως δεύτερη γραμμή θεραπείας μόνο σε ασθενείς που φέρουν μια συγκεκριμένη μετάλλαξη (dMMR).