Καρκίνος παχέος εντέρου
Γενικά
Ο καρκίνος του παχέος εντέρου είναι ο τρίτος πιο συχνός στους άνδρες παγκοσμίως και ο δεύτερος πιο συχνός στις γυναίκες σύμφωνα με δεδομένα του παγκόσμιου οργανισμού υγείας. Τα ποσοστά και επίπτωσης και θνησιμότητας είναι υψηλότερα στους άνδρες σε σχέση με τις γυναίκες. Η μέση ηλικία εμφάνισης του καρκίνου του παχέος εντέρου είναι τα 70 έτη. Όπως συμπεραίνεται η ηλικία είναι ένας σημαντικός παράγοντας κινδύνου για τον καρκίνο του παχέος εντέρου. Οι περιπτώσεις εμφάνισης πριν την ηλικία των 40 είναι πολύ σπάνιες και συνήθως σχετίζονται με κληρονομικά καρκινικά σύνδρομα. Η επίπτωση αρχίζει να αυξάνεται στις ηλικίες 50 – 60 ενώ η πλειονότητα των περιπτώσεων εμφανίζεται στις ηλικίες 60 – 80.
Προδιαθεσικοί – αιτιολογικοί παράγοντες
Στους προδιαθεσικούς και αιτιολογικούς παράγοντες εμφάνισης καρκίνου του παχέος εντέρου περιλαμβάνονται και γενετικοί παράγοντες και περιβαλλοντικοί παράγοντες. Συγκεκριμένα:
1. Κληρονομικά καρκινικά σύνδρομα όπως το σύνδρομο Lynch, το σύνδρομο Peutz – Jeghers, το σύνδρομο Cowden και το σύνδρομο οικογενούς αδενωματώδους πολυποδιάσης.
2. Αναμνηστική γενετική προδιάθεση, με πιο απλά λόγια αν υπάρχει κάποιος συγγενής 1ου βαθμού κάτω των 50 ετών που έχει νοσήσει από καρκίνο του παχέος εντέρου.
3. Αδενώματα του παχέος εντέρου
4. Χρόνιες Φλεγμονώδεις Παθήσεις (Ελκώδης Κολίτιδα και Νόσος Crohn)
5. Η μεγάλη και συστηματική χρήση αλκοόλ και το κάπνισμα έχουν συσχετιστεί με αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου του παχέος εντέρου
6. Η διατροφή με πολλά λιπαρά και μεγάλες ποσότητες κρέατος και αλλαντικών έχει συσχετιστεί με αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου του παχέος εντέρου
7. Η παχυσαρκία και η έλλειψη σωματικής άσκησης έχει συσχετιστεί με αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου του παχέος εντέρου
Πρόληψη, διάγνωση και συμπτώματα
Η πρόληψη για τον καρκίνο του παχέος εντέρου είναι πολύ σημαντική και μπορεί κυριολεκτικά να σώσει ζωές. Επίσης είναι διαδικαστικά σχετικά απλή καθώς συνίσταται στη διενέργεια μιας απλής κολονοσκόπησης. Συγκεκριμένα σε άτομα χωρίς ιστορικό καρκίνου του παχέος εντέρου η σύσταση είναι η διενέργεια μιας κολονοσκόπησης κάθε 10 χρόνια μετά την ηλικία των 50 ετών. Σε άτομα με γενετική προδιάθεση ή σε άτομα με χρόνιες φλεγμονώδεις παθήσεις του εντέρου συνίσταται η διενέργεια κολονοσκόπηση από μικρότερη ηλικία και σε στενότερα χρονικά διαστήματα. Η διάγνωση πιθανής νόσου γίνεται όπως είναι ευνόητο κατά τη διάρκεια κολονοσκόπησης. Η ταυτοποίηση γίνεται από τη βιοψία ενώ η ολοκληρωμένη σταδιοποίηση περιλαμβάνει τη διενέργεια αξονικής τομογραφίας εγκεφάλου, θώρακα και κοιλίας.
Όσον αφορά τα συμπτώματα που μπορεί να εμφανίσει ένας ασθενής με καρκίνο του παχέος εντέρου αυτά μπορεί να είναι συμπτώματα τοπικά όπως αίμα στα κόπρανα, εντερικός πόνος ή κοιλιακός πόνος, αλλαγή των συνηθειών του εντέρου ή εντερική απόφραξη, ενώ παράλληλα μπορεί να είναι και γενικά συμπτώματα όπως μη προγραμματισμένη απώλεια κιλών ή απώλεια δυνάμεων και καταβολή.
Θεραπευτική Αντιμετώπιση
Η θεραπευτική αντιμετώπιση των ασθενών με τοπική ή τοπικά προχωρημένη νόσο με καρκίνο του παχέος εντέρου περιλαμβάνει αρχικά τη χειρουργική αφαίρεση του όγκου σε συνδυασμό με αφαίρεση ικανοποιητικού αριθμού τοπικών λεμφαδένων. Σε πολύ αρχικά στάδια της νόσου μπορεί και να μη χρειαστεί συμπληρωματική χημειοθεραπεία, ωστόσο στην πλειονότητα των περιπτώσεων η χειρουργική αφαίρεση του όγκου συνοδεύεται από τη χορήγηση μετεγχειρητική χημειοθεραπείας.
Μια ξεχωριστή κατηγορία αποτελούν οι όγκοι του ορθού (το τελικό μέρος του παχέος εντέρου (τα 12 τελευταία εκατοστά του παχέος εντέρου πριν τον πρωκτό). Αυτή η ανατομική περιοχή λόγω της ιδιαίτερης θέσης χρήζει και μιας διαφορετική θεραπευτικής προσέγγισης σε σχέση με το υπόλοιπο παχύ έντερο όσον αφορά την τοπική νόσο ή την τοπικά προχωρημένη νόσο. Σε περίπτωση που ο όγκος είναι πολύ μικρός και χωρίς τοπικά προσβεβλημένους λεμφαδένες και απέχει ικανοποιητική απόσταση από τον πρωκτικό δακτύλιο (3-4 cm τουλάχιστον) τότε υπάρχει περίπτωση να επιλεχθεί η χειρουργική επέμβαση σαν πρώτο βήμα θεραπευτικής αντιμετώπισης. Σε όλες τις άλλες περιπτώσεις απαιτείται αρχικά η χορήγηση ακτινοθεραπείας και χημειοθεραπείας ή ακτινοθεραπείας μόνο έτσι ώστε να συρρικνωθεί ο όγκος και να καταστεί δυνατή μια επέμβαση που θα εξασφαλίσει σε βάθος χρόνου την αποφυγή της παρά φύση έδρας. Μετά το χειρουργείο και ιδίως αν έχει προηγηθεί προεγχειρητικό θεραπεία θα ακολουθήσει μετεγχειρητική θεραπεία με χημειοθεραπεία ή και σε ορισμένες περιπτώσεις και ακτινοθεραπεία.
Σε μεταστατική νόσο η θεραπεία είναι κατά βάση συστηματική δηλαδή έγκειται στη χορήγηση χημειοθεραπείας, κάποιου βιολογικού παράγοντα ή ανοσοθεραπείας. Για να καθοριστεί ποια ακριβώς θεραπεία θα πρέπει να χορηγηθεί θα πρέπει να γίνει καθορισμός κάποιων βιοδεικτών. Αυτοί οι βιοδείκτες είναι το KRAS, NRAS, BRAF και MSI. Εάν από την ανάλυση προκύπτει MSI-H (δηλαδή πρακτικά υπάρχει η μετάλλαξη) τότε ο/η ασθενής μπορεί να λάβει ανοσοθεραπεία ως θεραπεία 1ης γραμμής. Αν δεν υπάρχει η παραπάνω μετάλλαξη τότε προχωράμε στην εξέταση των άλλων βιοδεικτών, με βάση τους οποίους ο/η ασθενής θα λάβει συνδυασμό χημειοθεραπείας με κάποιο βιολογικό παράγοντα.
Ιδιαίτερη περίπτωση αποτελούν οι ασθενείς με ολιγομεταστατική νόσο, δηλαδή π.χ. ασθενείς με μία μονήρη μετάσταση στο ήπαρ ή στον πνεύμονα. Σε αυτές τις περιπτώσεις οι ασθενείς μπορούν να αντιμετωπιστούν πρακτικά όπως ασθενείς με τοπικά προχωρημένη νόσο και στον ίδιο χρόνο ή σε δεύτερο χρόνο να γίνει αφαίρεση της μετάστασης. Η αντιμετώπιση μιας μονήρους μεταστατικής εστίας μπορεί να γίνει είτε χειρουργικά είτε με άλλες μεθόδους όπως η ακτινοχειορυργική (κατά βάση στον πνεύμονα η τελευταία μέθοδος).
Σε περίπτωση υποτροπής είναι ενδεδειγμένη η χορήγηση συνδυασμών χημειοθεραπείας με βιολογικούς παράγοντες. Τις ακριβείς λεπτομερείς των θεραπευτικών σχημάτων θα τις συζητήσετε με τον γιατρό σας.