Καρκίνος χοληδόχου κύστης και καρκίνος χοληφόρων αγγείων
Γενικά
Ο καρκίνος της χοληδόχου κύστης και των χοληφόρων αγγείων είναι ένας σπάνιος καρκίνος και αντιπροσωπεύει περίπου το 1,7% όλων των κακοηθειών. Είναι περίπου 4 φορές πιο συχνό στις γυναίκες σε σχέση με τους άνδρες. Η μέση ηλικία εμφάνισης είναι τα 70 έτη.
Στην ομάδα αυτή των κακοηθειών ανήκουν ο καρκίνος της χοληδόχου κύστης, ο καρκίνος των ενδοηπατικών χοληφόρων αγγείων και ο καρκίνος των εξωηπατικών χοληφόρων αγγείων.
Προδιαθεσικοί – αιτιολογικοί παράγοντες
Υπάρχουν διάφοροι προδιαθεσικοί και αιτιολογικοί παράγοντες για την εμφάνιση καρκίνου της χοληδόχου κύστης και καρκίνου των χοληφόρων αγγείων.
Συγκεκριμένα αυξημένο κίνδυνο για εμφάνιση καρκίνου χοληφόρων αγγείων μπορεί να προκύψει λόγω:
1. Χρόνιες λοιμώξεις των χοληφόρων αγγείων
2. Κύστεις των χοληφόρων αγγείων
3. Πρωτοπαθής σκληρυντική χολλαγγειίτιδα
4. Χοληδοχολιθίαση
5. Σύνδρομο Carolli (κληρονομική πάθηση που χαρακτηρίζεται από διάταση των ενδοηπατικών χοληφόρων αγγείων)
Αυξημένο κίνδυνο για εμφάνιση καρκίνου της χοληδόχου κύστης μπορεί να προκύψει λόγω :
1. Χρόνιων λοιμώξεων της χοληδόχου κύστης
2. Πρωτοπαθής σκληρυντική χολλαγγειίτιδα
3. Χολολιθίαση
4. Πολύποδες χοληδόχου κύστης (μεγέθους μεγαλύτερο από 1 cm)
5. Παχυσαρκία
Συμπτώματα και διάγνωση
Η διάγνωση και η αντιμετώπιση κάποιων καρκίνων της χοληδόχου κύστης μπορεί να γίνει συμπτωματικά στα πλαίσια αφαίρεσης της χοληδόχου κύστης λόγω πετρών ή πολύποδα της χοληδόχου κύστης.
Ωστόσο συνήθως μπορεί να εμφανιστούν συμπτώματα όπως:
1. Ίκτερος και χολλαγγείτιδα
2. Ανορεξία
3. Ναυτία και εμετός
4. Απώλεια βάρους και καταβολή
5. Πόνος στην κοιλιά ή και ψηλαφητή μάζα στην άνω κοιλία
6. Ασκίτης
Η διάγνωση αν δεν προκύψει ως τυχαίο εύρημα στα πλαίσια χειρουργικής αφαίρεσης της χοληδόχου κύστης, συνήθως πραγματοποιείται με τη διενέργεια απεικονιστικών εξετάσεων όπως αξονική άνω κοιλίας, μαγνητική τομογραφία άνω κοιλίας ή μαγνητική εντεροπαγκρεατογραφία. Επίσης σε ορισμένες περιπτώσεις καρκίνου εξωηπατικών χοληφόρων αγγείων μπορεί να είναι χρήσιμη και η διενέργεια ενδοσκοπικού υπέρηχου. Πάντοτε για την ταυτοποίηση της διάγνωσης απαιτείται η διενέργεια βιοψίας που θα αποτελέσει την ταυτότητα του όγκου.
Θεραπευτική Αντιμετώπιση
Η θεραπευτική αντιμετώπιση των καρκίνων της χοληδόχου κύστης και των χολλαγγειοκαρκινωμάτων αρχικά βασίζεται στο γεγονός αν ο όγκος είναι εξαιρέσιμος ή όχι.
Στην περίπτωση που ο όγκος μπορεί να αφαιρεθεί χειρουργικά τότε συνίσταται η χειρουργική εξαίρεση του όγκου. Σε αυτές τις περιπτώσεις η ανάγκη χορήγησης επικουρικής (συμπληρωματικής) φαρμακευτικής θεραπείας είναι σε αρκετές περιπτώσεις απαραίτητη. Συνήθως συνίσταται η χορήγηση για 6 μήνες χημειοθεραπείας με το φάρμακο Capecitabine μετά από επιτυχημένη χειρουργική αφαίρεση του όγκου. Στην περίπτωση όπου μετά την εξαίρεση έχει μείνει υπολλειματική βλάβη ή υπάρχουν θετικοί λεμφαδένες τότε συνίσταται επικουρικά στη χημειοθεραπεία η χορήγηση τοπικής ακτινοθεραπείας, προκειμένου να μειωθεί σημαντικά ο κίνδυνος τοπικής υποτροπής ή και συστηματικής διασποράς.
Στις περιπτώσεις όπου έχουμε είτε υποτροπή της νόσου, είτε εξ αρχής μη εξαιρέσιμη νόσο ή εξ αρχής μεταστατική νόσο θα πρέπει να ακολουθηθεί μια διαφορετική θεραπευτική λογική. Σε αυτές τις περιπτώσεις έχουν θέση μόνο φαρμακευτικές θεραπείες. Θεραπεία πρώτης γραμμής είναι η χημειοθεραπεία και συγκεκριμένα ο συνδυασμός δύο χημειοθεραπευτικών φαρμάκων.
Έως και πριν ένα χρόνο επί αποτυχίας της θεραπείας πρώτης γραμμής, στη δεύτερη γραμμή θεραπείας πήρε ένδοια θεραπευτικών επιλογών καθώς μπορούσε να δοθεί κάποια ακόμα χημειοθεραπεία και μετά στερούμασταν άλλων επιλογών. Πλέον μέσα από μελέτες που διεξάγονται συνεχώς πάνω στην εξέλιξη νέων θεραπευτικών μονοπατιών στον καρκίνο ανακαλύφθηκε πως οι ασθενείς με καρκίνο χοληδόχου κύστης ή χολλαγγειοκαρκίνωμα σε ένα ποσοστό φέρουν κάποιες μεταλλάξεις που μπορούν να στοχευθούν είτε από συγκεκριμένους στοχευτικούς παράγοντες, είτε από ανοσοθεραπευτικά φάρμακα. Αυτές οι μεταλλάξεις είναι μεταλλάξεις σε συγκεκριμένα γονίδια όπως το MMRd, το NTRK, το IDH1, IDH2 το BRAF και το FGFR2. Η δυνατότητα λήψης αυτών των νέων θεραπευτικών παραγόντων (ΜΟΝΟ σε περίπτωση που φέρουν κάποια από τις παραπάνω μεταλλάξεις) έχει δώσει μεγάλα περιθώρια εξέλιξης στη θεραπευτική αντιμετώπιση των συγκεκριμένων όγκων. Φάρμακα που ανήκουν στην παραπάνω κατηγορία από πλευράς ανοσοθεραπείας είναι το Pembrolizumab, ενώ από πλευράς στοχευτικών παραγόντων είναι τα Larotrectinib, Entrectinib, Pemigatinib, Ivosidenib, Infigratinib, Dabrafenib, Trametinib.