Καρκίνος κεφαλής και τραχήλου
Γενικά
Οι καρκίνοι κεφαλής και τραχήλου είναι μια ετερογενής ομάδα όγκων που μπορούν να εμφανιστούν στη στοματική κοιλότητα, στη γλώσσα, τη ρινική κοιλότητα, το φάρυγγα, το λάρυγγα, τις φωνητικές χορδές, τις παραρίννιες κοιλότητες, την παρωτίδα και τους σιελογόνους αδένες.
Οι άνδρες επηρεάζονται πιο συχνά από καρκίνο κεφαλής και τραχήλου σε σχέση με τις γυναίκες.
Προδιαθεσικοί παράγοντες
Οι κύριοι προδιαθεσικοί παράγοντες για την εμφάνιση καρκίνου κεφαλής και τραχήλου είναι το κάπνσιμα, το αλκοόλ, η χρόνια κακή στοματική υγιεινή ο εποικισμός από τους ιούς Hepstein-Barr και HPV, η ακτινοβόληση της περιοχής και η παρουσία ανοσοκαταστολής (καταστολή του ανοσοποιητικού συστήματος).
Συμπτώματα και διάγνωση
Τα συμπτώματα που μπορεί να παρουσιαστούν ποικίλουν και εξαρτώνται εν πολλοίς και από την ανατομική θέση του όγκου. Μπορεί να υπάρχουν συμπτώματα όπως οταλγία, φαρυγγοδυνία (πονόλαιμος), δυσφωνία, δυσαρθρία, πόνος στο στόμα ή στο λαιμό, αιμοραγγία στη στοματική κοιλότητα, αιμόπτυση και άλλα.
Η διάγνωση γίνεται είτε με ενδοσκοπικό έλεγχο είτε με απεικόνιση (αξονική τομογραφία τραχήλου ή μαγνητική τομογραφία τραχήλου). Η επιβεβαίωση της διάγνωσης απαιτεί πάντοτε βιοψία και ιστολογική ταυτοποίηση. Αφού ολοκληρωθούν τα παραπάνω και συνήθως πριν από την εφαρμογή οποιασδήποτε θεραπευτικής παρέμβασης συνήθως απαιτείται η διενέργεια ενός PET-CT για να μπορούμε να έχουμε μια ολιστική εκτίμηση της συνολικής έκτασης της νόσου.
Θεραπευτική αντιμετώπιση
Η θεραπευτική αντιμετώπιση του καρκίνου του τραχήλου εξαρτάται από το στάδιο της νόσου, από την εντόπιση του πρωτοπαθούς καρκίνου και από τις προτιμήσεις του ασθενούς. Τα κύρια θεραπευτικά όπλα είναι η χειρουργική αφαίρεση, η ακτινοβολία και οι συστηματικές θεραπείες (χημειοθεραπεία, ανοσοθεραπεία και βιολογικοί παράγοντες).
Το βασικό και κύριο ερώτημα σε τέτοιου είδους καρκίνους είναι το αν είναι τοπικοί (είτε τοπικά περιορισμένοι είτε τοπικά εκτεταμένοι), αν δημιουργούν καταστάσεις που μπορεί να είναι απειλητικές για τη ζωή (απόφραξη αεραγωγού) και αν είναι μεταστατικοί (αν έχουν πάει και σε άλλα σημεία του σώματος).Επίσης σημαντικό ρόλο για τη λήψη της θεραπευτική απόφασης παίζει και η ακριβής ανατομική θέση του πρωτοπαθούς όγκου (ρινοφάρυγγας, στοματοφάρυγγας, λάρυγγας, στοματική κοιλότητα κ.ο.κ.).
Στην περίπτωση που η νόσος είναι μεταστατική (έχει επεκταθεί και σε άλλα όργανα) η χειρουργική παρέμβαση και η ακτινοθεραπεία δεν έχουν ρόλο εκτός και αν υπάρχει κάποιο σύμπτωμα που απειλεί τη ζωή και απαιτεί οξεία αντιμετώπιση. Στις περισσότερες περιπτώσεις μεταστατικής νόσου η πρέπουσα θεραπεία είναι η συστηματική θεραπεία είτε με συνδυασμό ΧΜΘ και ανοσοθεραπείας είτε με ανοσοθεραπεία μόνη της σε ασθενείς που έχουν θετικό PD-L1(βιοδείκτης που μπορεί να μετρηθεί από το υλικό της βιοψίας).
Σε περίπτωση που η νόσος είναι τοπική (τοπικά περιορισμένη ή τοπικά εκτεταμένη) τότε αυτό το οποίο πρέπει να εξεταστεί είναι αν ο όγκος είναι εγχειρησιμος ή όχι. Αν ο όγκος είναι εγχειρήσιμος τότε πρέπει η/ο ασθενής να υποβληθεί σε χειρουργείο και στη συνέχεια πιθανόν συμπληρωματικά θα χρειαστεί χημειοθεραπεία και ακτινοθεραπεία. Σε περίπτωση που ο όγκος δεν είναι εγχειρίσιμος τότε η συνδυαστική χημειοθεραπεία με ακτινοθεραπεία είναι η θεραπευτική επιλογή εκλογής.
Επί υποτροπής η βασική θεραπευτική παρέμβαση που απαιτείται είναι συστηματική θεραπεία (χημειοθεραπεία ή χημειοθεραπεία σε συνδυασμό με ανοσοθεραπεία ή ανοσοθεραπεία ως μονοθεραπεία). Το ποιος συνδυασμός θα χορηγηθεί εξαρτάται από το τι έχει χορηγηθεί στης πρώτη γραμμή θεραπείας.
Επειδή λόγω της ανατομικής θέσης της ομάδας αυτής των όγκων μπορούν να προκύψουν σημαντικά προβλήματα σίτισης, δύσπνοιας, δυσφωνίας, ξηροστομία και ερεθισμού του φάρυυγα είναι σημαντικό τα συμπτώματα αυτά να αναγνωρίζονται έγκαιρα και να αποτελούν σημαντικό κομμάτι της θεραπείας των ασθενών αυτών. Τα παραπάνω συμπτώματα μπορεί να προκληθούν ή να επιδεινωθούν μέσω της θεραπείας (χημειοθεραπεία και κυρίως ακτινοθεραπεία) και για αυτό θα πρέπει να λαμβάνονται ίσως και προληπτικά μέτρα για την αποσόβηση τους ή για την περιορισμένη εμφάνισης τους. Τα μέτρα αυτά μπορεί να περιλαμβάνουν τη χορήγηση συμπληρωμάτων διατροφής καθώς μέσα από την περιορισμένη ή κακή σίτιση μπορεί να επέλθει σημαντική απώλεια κιλών και μυϊκής μάζας. Σε περιπτώσεις οπού υπάρχει πολύ σοβαρό πρόβλημα σίτισης μπορεί να εξεταστεί και η λύση της παρεντερικής σίτισης ή η τοποθέτηση προσωρινού γαστρικού σωλήνα σίτισης. Πέραν από αυτό μπορεί να χορηγηθούν τοπικά μέσα για την απομείωση της έντασης των άλλων προαναφερθέντων συμπτωμάτων σε περίπτωση εμφάνισης τους.